ὑφάνσεις

ὑφάνσεις
ὕφανσις
weaving
fem nom/voc pl (attic epic)
ὕφανσις
weaving
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρεμόνιο — (acremonium). Υφομύκητας. Ένα είδος του, το α. το φαιό, είναι μυκήλιο που διακλαδίζεται σαν ιστός αράχνης. Έχει χρώμα καστανό και οι καρπικές του υφάνσεις είναι αντίθετες στο μυκηλιακό νήμα. Φυτρώνει πάνω σε παλιά ξύλα και σε βλαστούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”